Η ελληνική κοινωνία της προεπαναστατικής περιόδου ζυμωνόταν στην ιδέα της εξέγερσης κατά του Οθωμανικού ζυγού. Κι επειδή νους υγιής εν σώματι υγιεί, ο αθλητισμός, έστω και όχι ακριβώς στη μορφή που τον γνωρίζουμε τώρα, υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας του λαού ακόμη και την περίοδο της Επανάστασης του 1821.
Όπως είναι φυσικό, οι μαρτυρίες για τα αθλητικά δρώμενα της εποχής έχουν διασωθεί από γενιά σε γενιά, ενώ πολλές έχουν χαθεί στη λήθη του χρόνου. Οι αθλοπαιδιές χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, τη «λεβέντικη» των Κλεφτών και των Αρματολών και τη «λαϊκή» όλων των υπόλοιπων.
Αυτοσχέδιοι αγώνες σε εκκλησίες, πανηγύρια και πλατείες, με έπαθλα τελείως διαφορετικά από τα σημερινά, διοργανώνονταν κατά κόρον τις Κυριακές. Οι νικητές λάμβαναν τη δόξα, σε κάποιες περιπτώσεις και από ένα οικόσιτο αμνοερίφιο, ευγενική χορηγία κάποιου συγχωριανού. Καμιά φορά, το διακύβευμα ήταν και γάμος με μία όμορφη κόρη.
Όσο για τα αθλήματα, κάποια μπορούν να αναγνωριστούν ακόμη και σήμερα.
Το σημάδι ήταν αγώνας σκοποβολής, «Toυφέκι μου περήφανο, σπαθί μου παινεμένο και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη φυλαγμένο…». Το δημοφιλέστερο «σπορ» των Κλεφταρματολών. Ένας στόχος, σημάδεμα και βόλι, καριοφύλλι και κουμπούρα. Μαρτυρείται κι «εναλλακτικά»: πετούσε κάποιος στον αέρα ένα δακτυλίδι και ο σκοπευτής προσπαθούσε να περάσει το βόλι από μέσα!
Το πήδημα Σε τρεις μορφές: άλμα μ’ ένα βήμα («τσμια»), δύο («τσδυο»), τρία («τστρεις»). «Εις μήκος» (πάνω από ρυάκια, θάμνους, βράχους), αλλά και σε «εις ύψος». Π.χ., πάνω από… ενωμένες πλάτες αλόγων! Πώς υπολόγιζαν την επίδοση; Πάντως, στο «Υπόμνημα των Ψαρών» του Νικόδημου, το ρεκόρ του καπετάν Μακρή στο τριπλό, υπολογίστηκε ίσο με «960 βελόνες του ραψίματος»!
Το πάλεμα Κληρονομιά αιώνων. Σταθερό θέαμα και των τοπικών γιορτών, «μπροστά στα μάτια της πανέμορφης κοπελιάς, της τσούπας», κατά την παρατήρηση του Βασίλη Βυτίναρου («Αθλητική Ηχώ», φ. 25/3/1987). Ο Βρατσάνος («Αθλητικά Χρονικά», φ. 20/4/1932) αναφέρει ότι στα Ψαρά, σε σχόλες και γιορτές, «μερικοί εγυμνώνοντο, άλειφαν το κορμί τους με λάδι και εγυμνάζοντο στην τούρκικη πάλη»
Το λιθάρι έμοιαζε με τη σημερινή σφαιροβολία. Οι αθλητές έπαιρναν μία πέτρα και προσπαθούσαν να την πετάξουν όσο πιο μακριά γινόταν. «Εκατό οργιές το πήδημα, εξήντα το λιθάρι», λέει ένα από τα δημοτικά άσματα, από αυτά που περιέσωσαν με την τέχνη τους την αθλητική μας παράδοση. Σε κάποιους αγώνες χρησιμοποιούνταν και μαρμαρένιοι δίσκοι. Δισκοβολία, σαν να λέμε.
Ανάλογα με τον τόπο διεξαγωγής, ποίκιλλε και η ονομασία των αγώνων δρόμου. Αλλού απλό «τρέξιμο», αλλού «πηλάλα» κι αλλού «γλάκιο». Και δυόμισι αιώνες πριν ο Ρόκι Μπαλμπόα προπονηθεί κυνηγώντας κότες, οι Έλληνες του 1821 διοργάνωναν αγώνες με κυνήγι λαγού.
Προφανώς, στο αθλητικό μενού της εποχής συμπεριλαμβανόταν και η ιππασία και μάλιστα οι Έλληνες είχαν προνοήσει και για τις τρεις μορφές που πολύ αργότερα εντάχθηκαν στο Ολυμπιακό πρόγραμμα: ταχύτητα, υπερπήδηση εμποδίων, επιδεξιότητα. Με δεδομένο, πάντως, ότι οι Τούρκοι έπαιρναν με τη βία τα άλογα των Ελλήνων, τέτοιοι αγώνες σπάνιζαν μεταξύ του απλού λαού.
Το δοκίμι ήταν η σημερινή άρση βαρών. Ανάλογα με το βάρος του βράχου, η άρση γινόταν με το ένα ή τα δύο χέρια.
Στα νησιά οι νέοι διαγωνίζονταν στο κολύμπι, ενώ σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας διεξάγονταν αγώνες τόξου και χορού.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου