Για την ακρίβεια, στα αλβανικά besa ή besë είναι ο λόγος τιμής. Κατά το ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη, αρχικά έτσι ονομαζόταν ο όρκος που έδιναν οι συγγενείς του σκοτωμένου προς τους συγγενείς του φονιά ότι δεν θα επιδιώξουν να πάρουν το αίμα τους πίσω και να ξεκινήσουν βεντέτα. Από τη γείτονα λοιπόν δανειστήκαμε τη λέξη και την έχουμε εντάξει για τα καλά στο ελληνικό λεξιλόγιο.
Η μπέσα δίνεται κιόλας ως αμοιβαίος λόγος τιμής για επιβεβαίωση φιλίας, συνεργασίας ή αλληλοβοήθειας.
Ο άτιμος μπαμπέσης
Όποιος/α δεν έχει μπέσα είναι μπαμπέσης/μπαμπέσα. Η λέξη προέρχεται από το αλβανικό pabesë, που σημαίνει άπιστος/η, δόλιος/α, αναξιόπιστος/η. Αυτό το αρχικό pa- είναι στα αλβανικά στερητικό πρόθημα, ανάλογο με το ελληνικό ξε-. Besë η μπέσα, pabesë o μπαμπέσης. Συχνά η λέξη χρησιμοποιείται και με μορφή επιρρήματος (π.χ. με χτύπησε μπαμπέσικα) αλλά και ως ουσιαστικό (μού έκανε μπαμπεσιά).
Από πιτσιρίκα σε λέγανε μπαμπέσα…
Τη μπαμπεσιά και την μπαμπέσα τίμησαν δεόντως και τα ρεμπέτικα τραγούδια. Στίχος γνωστού ρεμπέτικου άσματος λέει: “Από πιτσιρίκα σε λέγανε μπαμπέσα, κι έλαχε σε σένα να δώκω λίγη μπέσα” κι ένα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη: “Μπαμπέσικα με τράβηξες μ΄ αυτήν την τσαχπινιά σου κι ωραία με κατάφερες να μπω στην αγκαλιά σου…”.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου